Η πρώτη μέρα του Μάη

Η χτεσινή ήταν μια μέρα δύσκολη. Το πρωί ήταν η παρέλαση της πρωτομαγιάς, το απόγευμα είχαμε δυνατή βροχή, και το βράδυ μας το περάσαμε στο μπαλκόνι κάνοντας περίεργους μεταλλικούς ήχους με κουτάλια, κατσαρόλες και ταψιά! Η συγκέντρωση στην πλατεία της Επανάστασης* δεν διέφερε σε τίποτα απο την περσινή, και η βροχή ήταν το ίδιο υγρή, αλλά οι μεταλλικοί ήχοι που ακούγονταν το βράδυ ήταν κάτι εντελώς απρόσμενο. Σας στέλνω μαζί με αυτό το ποστ και κάποια βίντεο, για να πάρετε μια γεύση από τους ήχους και τις εικόνες, έτσι όπως εγώ τα ένιωσα….με όλη τη τρέλα και την ένταση…

Απο το μπαλκόνι μου αρχικά δεν ακούγαμε αντιδράσεις απο τους γείτονες για τους μεταλλικούς μας ήχους, αλλά είχαμε τουλάχιστον την ευχαρίστηση οτι ακουστήκαμε αρκετά μακριά. Έκανα μερικά τηλεφωνήματα και βεβαιώθηκα οτι ακόμα και στο Πινάρ ντελ Ρίο** πολύ έκαναν το ίδιο, ακόμα και αν κάποιες γειτονιές της Αβάνας έμειναν σιωπηλές. Γενικά ο ήχος ήταν αρκετά χαμηλός, κυρίως επειδή ήταν περιορισμένος ο αριθμός των ανθρώπων που τόλμησαν να το κάνουν, καμία σχέση δηλαδή με τους χιλιάδες που -σαν ρομπότ, πήραν μέρος στη πρωινή παρέλαση.

“Η σπίθα είναι πάντα μικρή”, είπα σε κάποιον που με ρώτησε για την σημασία και το νόημα της χτεσινής μας κίνησης. Να, λοιπόν, τι έγινε: κυκλοφόρησε στο ίντερνετ ένα μήνυμα που μας καλούσε -όποιον κάτοικο της χώρας ενδιαφερόταν, να προβούμε σε μια κίνηση διαμαρτυρίας για την κατάσταση στην οποία ζούμε εδώ στη Κούβα. Πιο συγκεκριμένα, πρότειναν να αρπάξουμε όλοι απο ένα κουτάλι και μια κατσαρόλα και να αρχίσουμε να χτυπάμε το ένα με το άλλο στις 8.30 το βράδυ της πρωτομαγιάς, στέλνοντας έτσι κάτι σαν μουσικό σήμα.

Συναντήθηκα με πολλούς φίλους αργότερα, οι οποίοι έλεγαν οτι θα ήταν πιό εύκολη μια απλόυστερη κίνηση, όπως π.χ., να κλείσουμε όλοι ταυτόχρονα τα φώτα. Μου είπαν ακόμα οτι με βάση το αρχικό πλάνο, η “μουσική χωροδία” που θα δημιουργηθεί θα εκθέσει πολλούς ανθρώπους. που φοβούνται το καθεστώς. “Το να σβήσουμε απλά τα φώτα σαν μήνυμα δεν είναι προκλητικό, δεν αφήνει ίχνη, και είναι κάτι στο οποίο πολλοί πολίτες θα είναι έτοιμοι να συμμετάσχουν”,  μου είπαν.

Εμείς τελικά ακολουθήσαμε το αρχικό μήνυμα. Παρόλο που δεν ακούστηκε πολύ, πιστεύω οτι τουλάχιστον κάτι διαφορετικό έγινε φέτος στην Παγκόσμια Μέρα του Εργάτη. Ήταν απλά ένα ελαφρύ χτύπημα του κουταλιού στην κατσαρόλα, που δειλά δειλά ακουγόταν απο κάποια σπίτια της χώρας, μετά την πρώτη βροχή του Μάη.

*Η κεντρική πλατεία της Αβάνα.
** Το Πινάρ ντελ Ρίο είναι επαρχία της Κούβας.

Η παρέλαση και η επιδημία


Οι δύο ειδήσεις ανακοινώθηκαν η μία μετά την άλλη και ήταν τόσο αντιφατικές που ακόμα και ο εκφωνητής των ειδήσεων φαινόταν οτι έκανε προσπάθεια για να κρύψει την δυσφορία του. Στην πρώτη είδηση μίλησαν για το πλήθος που θα συγκεντρωθεί για να γιορτάσει την εργατική πτωτομαγιά, ενώ στην δεύτερη ανακοίνωσαν οτι υπάρχει ενδεχόμενη πανδημία απο την γρίπη των χοίρων. Απο την Τρίτη το απόγευμα έχουν παρθεί προληπτικά μέτρα στην χώρα για την αποφυγή της επιδημίας. Παρόλαυτά, συνέχιζαν να προσκαλούν περίπου ένα εκατομμύριο άτομα να παραστούν στην παρέλαση της Παρασκευής.

Απο την εμπειρία μου με ιώσεις και γρίπες γνωρίζω οτι η συγκέντρωση πολλών ατόμων στον ίδιο χώρο συντελλεί καθοριστικά στην εξάπλωση μιας αρρώστιας. Τα προληπτικά μέτρα έπρεπε να περιλαμβάνουν και την ματαίωση της παρέλασης της εργατικής πρωτομαγιάς. Δεν θέλω να καλλιεργώ ανησυχητικό κλήμα. Και δεν γνωρίζω ούτε ένα άτομο που να έχει προσβληθεί απο την γρίπη. Η επίσημη ανακοίνωση επίσης λέει οτι κανείς ακόμα δεν έχει προσβληθεί στην χώρα μας. Θυμάμαι όμως οτι τα ίδια μας έλεγαν για πολλά χρόνια και για το AIDS, πριν τελικά παραδεχτούν οτι είχε φτάσει στην Κούβα.

Με μεγάλη ταπεινοφροσύνη ζητώ απο την Κουβανική κυβέρνηση να αναθεωρήσει τα σχέδια της για την παρέλαση της Παρασκευής. Σας παρακαλώ, δείξτε λιγότερο ενδιαφέρον για το θέαμα και περοσσότερο για την ασφάλεια των πολιτών.

Το ιστορικό ενός μπλογκ


Ο ιταλικός εκδοτικός οίκος Rizzoli παρουσίασε σήμερα μια συλλογή αναρτήσεων του μπλογκ μου με τίτλο “Cuba Libre”. Ελπίζω να μπορέσω σύντομα να ανακοινώσω τη μετάφραση του βιβλίου αυτού στην γλώσσα μου. Ανοίγει με το πρώτο μου μήνυμα στο Generation Y, που ανέβασα τον Απρίλιο του 2007. Δύο χρόνια και 300 αναρτήσεις πριν διαβάζω:

“Είναι Απρίλης και δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα να κάνει κανείς, παρά μόνο, κοιτάζοντας απο το παράθυρο την θέα, να επιβεβαιώνει οτι όλα παραμένουν όπως ήταν τον Μάρτιο και τον Φεβρουάριο. Η πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα – σαν χαλασμένο γλυφιτζούρι που θα τρόμαζε και παιδί ακόμα, δεσπόζει ανάμεσα στις τσιμεντένιες πολυκατοικίες της γειτονιάς μας. Απέναντι μου, δεκαοχτώ όροφοι απο μπετό φέρουν το σήμα του Υπουργείου Γεωργίας. Το μέγεθος του κτιρίου αυτού είναι αντιστρόφως ανάλογο με την αγροτική παραγωγή της χώρας μας, και έτσι περνάω την ώρα μου κοιτάζοντας με ένα μικρό τηλεσκόπιο τα άδεια γραφεία και τα σπασμένα παράθυρα. Το γεγονός οτι μένω κοντά στην περιοχή των Υπουργείων μου επιτρέπει με κάποιο τρόπο να “ανακρίνω” τα κτίρια αυτά, απο τα οποία ξεπηδούν οι πολιτικές κατευθύνσεις της χώρας. Όπως κοιτάω με το τηλεσκόπιο, συνηθίζω να σκέπτομαι οτι “όπως με παρακολουθούν, τους παρακολουθώ και εγώ”.

Κοιτάζω ακόμα και εκείνους που πάνε στην αγορά με άδειες σακούλες, και που αργότερα επιστρέφουν χωρίς να τις έχουν γεμίσει. Έχω και εγώ μια άδεια πλαστική σακούλα, μόνο που την δικιά μου την έχω τυλιγμένη προσεκτικά στην τσέπη μου, για να μην φαίνεται οτι με έχει αφανίσει το σύστημα, οτι δεν έχω να φάω, οτι κάθε μέρα συζητάμε στην γειτονιά αν το κοτόπουλο επιτέλους θα μπεί στο δελτίο…

Και εκεί, ανάμεσα σε φαντασιώσεις μαύρων όρνεων που πετούν πάνω απο την πλατεία της Επανάστασης, και τον προβληματισμό μου για το πώς θα καταφέρω να γεμίσω την πλαστική σακούλα, μου ήρθε η πιό επικίνδυνη ιδέα που είχα στα τριανταδύο μου χρόνια. Μάλλον επιρρεάστηκα και απο την τρέλα της Άνοιξης…Στα πλήκτρα του παλιού μου λάπτοπ, -το οποίο αγόρασα πριν έξη μήνες απο κάποιον που μάζευε λεφτά για να αγοράσει μηχανοκίνητη βάρκα και να περάσει νύχτα απέναντι στο Μαιάμι- αρχίζω να γράφω. Δυστυχώς ο μικρός αυτός Μαγγελάνος δεν κατάφερε ποτέ να συγκεντρώσει όλα τα χρήματα, πάντως εγώ είχα ήδη αγοράσει το λάπτοπ. Ξεκινάω, λοιπόν, γράφοντας κάτι ανάμεσα απο κραυγή και ερώτηση. Δεν ξέρω καν αν αυτό είναι το πρώτο μου μήνυμα, το πρώτο κομμάτι ενός μπλογκ. Το θέμα είναι απλό. Μια αδύναμη γυναίκα, που ζεί χωρίς όνειρα, σταμάτησε για ένα λεπτό να κοιτάει, και άρχισε να γράφει για εκείνα που οι άλλοι κρύβουν.

Πριν ξεκινήσω να γράφω για τα γραφικά στιγμιότυπα της ζωής στη χώρα μου, μια φωνή απάθιας με προειδοποιεί οτι αποκλείεται να καταφέρω να αλλάξω κάτι. Σκέφτομαι τον δωδεκάχρονο γιό μου και την ενδεχόμενη ζημιά που θα του προκαλέσει στο μέλλον η “κάθαρση” αυτή της μητέρας του. Ακούω και τη φωνή της μητέρας μου να μου λέει, “αγάπη μου, είναι επικίνδυνα αυτά που κάνεις”. Και προβλέπω και διάφορες άλλες κατηγορίες, οτι θα θεωρηθώ υποχείριο της CIA. Ο φύλακας μέσα στο κεφάλι μου σπάνια επιτρέπει τα λάθη, αλλά ο τρελός με τον οποίο μοιράζεται τον χώρο δεν με αφήνει να τον ακούσω. Έτσι τελειώνω το πρώτο μου ηλεκτρονικό μήνυμα, και με αυτό γεμίζω επιτέλους την άδεια σακούλα”.

(…)

Μήνες μετά απο την πρώτη αυτή ανάρτηση, θα έχω λάβει χιλιάδες μηνύματα απο αναγνώστες, θα έχω απολογισμό 200 μηνύματα και χιλιάδες ανέκδοτες ιστορίες για να γεμίζω σελίδες βιβλίων. Ελπίζω να καταφέρω μια μέρα να εκδόσω τα ηλεκτρονικά μηνύματα αυτά, στα οποία πολλοί συνδράμανε. “Το Generation Y, η blogger and οι αναγνώστες”.