Το ιστορικό ενός μπλογκ


Ο ιταλικός εκδοτικός οίκος Rizzoli παρουσίασε σήμερα μια συλλογή αναρτήσεων του μπλογκ μου με τίτλο “Cuba Libre”. Ελπίζω να μπορέσω σύντομα να ανακοινώσω τη μετάφραση του βιβλίου αυτού στην γλώσσα μου. Ανοίγει με το πρώτο μου μήνυμα στο Generation Y, που ανέβασα τον Απρίλιο του 2007. Δύο χρόνια και 300 αναρτήσεις πριν διαβάζω:

“Είναι Απρίλης και δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα να κάνει κανείς, παρά μόνο, κοιτάζοντας απο το παράθυρο την θέα, να επιβεβαιώνει οτι όλα παραμένουν όπως ήταν τον Μάρτιο και τον Φεβρουάριο. Η πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα – σαν χαλασμένο γλυφιτζούρι που θα τρόμαζε και παιδί ακόμα, δεσπόζει ανάμεσα στις τσιμεντένιες πολυκατοικίες της γειτονιάς μας. Απέναντι μου, δεκαοχτώ όροφοι απο μπετό φέρουν το σήμα του Υπουργείου Γεωργίας. Το μέγεθος του κτιρίου αυτού είναι αντιστρόφως ανάλογο με την αγροτική παραγωγή της χώρας μας, και έτσι περνάω την ώρα μου κοιτάζοντας με ένα μικρό τηλεσκόπιο τα άδεια γραφεία και τα σπασμένα παράθυρα. Το γεγονός οτι μένω κοντά στην περιοχή των Υπουργείων μου επιτρέπει με κάποιο τρόπο να “ανακρίνω” τα κτίρια αυτά, απο τα οποία ξεπηδούν οι πολιτικές κατευθύνσεις της χώρας. Όπως κοιτάω με το τηλεσκόπιο, συνηθίζω να σκέπτομαι οτι “όπως με παρακολουθούν, τους παρακολουθώ και εγώ”.

Κοιτάζω ακόμα και εκείνους που πάνε στην αγορά με άδειες σακούλες, και που αργότερα επιστρέφουν χωρίς να τις έχουν γεμίσει. Έχω και εγώ μια άδεια πλαστική σακούλα, μόνο που την δικιά μου την έχω τυλιγμένη προσεκτικά στην τσέπη μου, για να μην φαίνεται οτι με έχει αφανίσει το σύστημα, οτι δεν έχω να φάω, οτι κάθε μέρα συζητάμε στην γειτονιά αν το κοτόπουλο επιτέλους θα μπεί στο δελτίο…

Και εκεί, ανάμεσα σε φαντασιώσεις μαύρων όρνεων που πετούν πάνω απο την πλατεία της Επανάστασης, και τον προβληματισμό μου για το πώς θα καταφέρω να γεμίσω την πλαστική σακούλα, μου ήρθε η πιό επικίνδυνη ιδέα που είχα στα τριανταδύο μου χρόνια. Μάλλον επιρρεάστηκα και απο την τρέλα της Άνοιξης…Στα πλήκτρα του παλιού μου λάπτοπ, -το οποίο αγόρασα πριν έξη μήνες απο κάποιον που μάζευε λεφτά για να αγοράσει μηχανοκίνητη βάρκα και να περάσει νύχτα απέναντι στο Μαιάμι- αρχίζω να γράφω. Δυστυχώς ο μικρός αυτός Μαγγελάνος δεν κατάφερε ποτέ να συγκεντρώσει όλα τα χρήματα, πάντως εγώ είχα ήδη αγοράσει το λάπτοπ. Ξεκινάω, λοιπόν, γράφοντας κάτι ανάμεσα απο κραυγή και ερώτηση. Δεν ξέρω καν αν αυτό είναι το πρώτο μου μήνυμα, το πρώτο κομμάτι ενός μπλογκ. Το θέμα είναι απλό. Μια αδύναμη γυναίκα, που ζεί χωρίς όνειρα, σταμάτησε για ένα λεπτό να κοιτάει, και άρχισε να γράφει για εκείνα που οι άλλοι κρύβουν.

Πριν ξεκινήσω να γράφω για τα γραφικά στιγμιότυπα της ζωής στη χώρα μου, μια φωνή απάθιας με προειδοποιεί οτι αποκλείεται να καταφέρω να αλλάξω κάτι. Σκέφτομαι τον δωδεκάχρονο γιό μου και την ενδεχόμενη ζημιά που θα του προκαλέσει στο μέλλον η “κάθαρση” αυτή της μητέρας του. Ακούω και τη φωνή της μητέρας μου να μου λέει, “αγάπη μου, είναι επικίνδυνα αυτά που κάνεις”. Και προβλέπω και διάφορες άλλες κατηγορίες, οτι θα θεωρηθώ υποχείριο της CIA. Ο φύλακας μέσα στο κεφάλι μου σπάνια επιτρέπει τα λάθη, αλλά ο τρελός με τον οποίο μοιράζεται τον χώρο δεν με αφήνει να τον ακούσω. Έτσι τελειώνω το πρώτο μου ηλεκτρονικό μήνυμα, και με αυτό γεμίζω επιτέλους την άδεια σακούλα”.

(…)

Μήνες μετά απο την πρώτη αυτή ανάρτηση, θα έχω λάβει χιλιάδες μηνύματα απο αναγνώστες, θα έχω απολογισμό 200 μηνύματα και χιλιάδες ανέκδοτες ιστορίες για να γεμίζω σελίδες βιβλίων. Ελπίζω να καταφέρω μια μέρα να εκδόσω τα ηλεκτρονικά μηνύματα αυτά, στα οποία πολλοί συνδράμανε. “Το Generation Y, η blogger and οι αναγνώστες”.