Το τέλος

Ο Τσαουσέσκου ήταν στο ελικόπτερό του, ο Σαντάμ Χουσεΐν κρυβόταν σε μια τρύπα, ο Μπεν Αλί της Τυνησίας κατέφυγε στην εξορία, ο Καντάφι το έσκασε σε μια νηοπομπή και κατέληξε να κρύβεται σ’ ένα σωλήνα αποχέτευσης. Οι μονάρχες το σκάνε, φεύγουν, δεν αυτοθυσιάζονται στα παλάτια απ’ όπου υπαγόρευαν τους αυθαίρετους νόμους τους. Δεν πεθαίνουν καθισμένοι στις προεδρικές τους καρέκλες με μια κόκκινη ταινία σταυρωτά στο στήθος τους. Έχουν πάντα μια κρυφή πόρτα, ένα κρυφό πέρασμα απ’ όπου μπορούν να το σκάσουν όταν αισθανθούν τον κίνδυνο. Για δεκαετίες χτίζουν τα κρυφά τους μπούνκερ, τα προστατευμένα τους “σημεία μηδέν” ή τα υπόγεια καταφύγιά τους, γιατί φοβούνται ότι οι ίδιοι άνθρωποι που τους χειροκροτούν στις πλατείες μπορούν να έρθουν να τους πιάσουν όταν δε θα φοβούνται πια. Στους εφιάλτες των δικτατόρων, οι δαίμονες είναι οι ίδιοι οι υποτελείς τους, η άβυσσος παίρνει το μορφή όχλου που θέλει να ρίξει κάτω τους αδριάντες τους, να φτύσει τις φωτογραφίες τους. Αυτοί οι δεσποτικοί κύριοι κοιμούνται ελαφρά, επαγρυπνούν για ν’ ακούσουν τις φωνές, τα χτυπήματα στην πόρτα… Ζουν με προαισθήσεις, συχνά του θανάτου τους.

Θα προτιμούσα να είχα δει τον Καντάφι στο δικαστήριο, κατηγορούμενο για τα εγκλήματα που διέπραξε εναντίον της χώρας του. Νομίζω πως οι βίαιοι θάνατοι των σατραπών τους αποδίδει απλά την αύρα των μαρτύρων και δεν την αξίζουν. Πρέπει να παραμείνουν ζωντανοί για να ακούσουν τις δημόσιες μαρτυρίες των θυμάτων τους, να δουν ντις χώρες τους να προχωρούν μπροστά χωρίς εκείνοι να είναι το εμπόδιο και να παρατηρήσουν την αστάθεια των καιροσκόπων που κάποτε τους στήριζαν. Πρέπει να επιζήσουν για να γίνουν μάρτυρες της διάλυσης της ψεύτικης ιστορίας που ξανάγραψαν, να δουν πώς οι νέες γενιές αρχίζουν να τους ξεχνούν και ν’ ακούσουν τους λίβελλους, την περιφρόνηση, τη σκληρότερη κριτική. Όποιος λυντσάρει έναν τύραννο τον σώζει, του προσφέρει μια σχεδόν ένδοξη διέξοδο που τον απαλλάσει από την τιμωρία του να δικαστεί σύμφωνα με το νόμο.

Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο το να συνεχιστεί ο κύκλος της τριβής που αυτοί οι τύραννοι έχουν επιβάλει στα έθνη μας. Το να τους σκοτώσουμε γιατί σκότωσαν, το να τους επιτεθούμε γιατί μας επιτέθηκαν, παρατείνει τη βία και μας κάνει ίδιους μ’ εκείνους. Τώρα που οι εικόνες ενός ματωμένου Καντάφι κάνουν το γύρο του κόσμου, δεν υπάρχει ούτε ένας ολοκληρωτικός ηγέτης που να μη φοβάται να δει στον καθρέφτη αυτό το τέλος. Τώρα, οι διαταγές να ενισχυθούν τα μυστικά τούνελ και να επεκταθούν τα πλάνα διαφυγής θα πρέπει να κυκλοφορούν σε περισσότερα από ένα προεδρικά μέγαρα. Αλλά προσοχή, οι δικτάτορες έχουν πολλούς τρόπους διαφυγής κι ένας απ’ αυτούς είναι ο θάνατος. Καλύτερα να επιζήσουν, να μείνουν και να καταλάβουν ότι ούτε η ιστορία ούτε ο λαός τους θα τους αθωώσουν* ποτέ.

Σημείωση του μεταφραστή στα αγγλικά: Τα λόγια με τα οποία ο Φιντέλ Κάστρο έκλεισε το λόγο του όταν υπερασπίστηκε τον εαυτό του στη δίκη για την πρώτη πράξη της επανάστασης, την επίθεση στο Στρατόπεδο Moncada στις 26 Ιουλίου του 1956, ήταν: Καταδικάστε με. Δεν πειράζει. Η ιστορία θα με αθωώσει.

Μετάφραση: Μαρία Βλάχου